- φακη
- φακῆφᾰκῆἥ чечевица или чечевичная похлебка Arph., Xen., Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φακῆ — dish of lentils fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῇ — φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… … Dictionary of Greek
φακή — η 1. είδος θρεπτικού όσπριου της οικογένειας Ψυχανθή. 2. ο καρπός αυτού του όσπριου. 3. φαγητό με αυτό το όσπριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακᾶ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (attic doric) φακῆ dish of lentils fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακᾶς — φακῆ dish of lentils fem acc pl (attic doric) φακῆ dish of lentils fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆι — φακῇ , φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακαῖ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆν — φακῆ dish of lentils fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆς — φακῆ dish of lentils fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek